- επιναύσιος
- ἐπιναύσιος, -ον (Α)αυτός που αισθάνεται ναυτία («προσποιηθεὶς ὡς ἐπιναύσιος γεγονὼς ἀπηλλάττετο», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + *-ναύσ-ιος (< ναυς «πλοίο»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. υπο-ναύσιος)].
Dictionary of Greek. 2013.